- thraust
- , -o (G). Brittle
Dictionary of word roots and combining forms . Donald J. Borror. 2013.
Dictionary of word roots and combining forms . Donald J. Borror. 2013.
κλαδραστίς — η βοτ. γένος καλλωπιστικών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cladrastis < clad (πρβλ. κλάδος [Ι]) + rast (< thraust με αφομοίωση τού th από το προηγούμενο d και απλοποίηση τού φωνηεντικού συμπλέγματος au , πρβλ. θραυστ ός) + κατάλ … Dictionary of Greek