- thlips
- , -i (G). Press, squeeze; pressure
Dictionary of word roots and combining forms . Donald J. Borror. 2013.
Dictionary of word roots and combining forms . Donald J. Borror. 2013.
θλιψεγκεφαλία — η ιατρ. τερατογενής διάπλαση που υπάγεται στα ψευδεγκεφάλια τέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thlipsencephalie < thlips (πρβλ. θλίψη) + encephalie (πρβλ. εγκεφαλία < εγκέφαλος)] … Dictionary of Greek