- clepsydr
- , «a (G). A water clock
Dictionary of word roots and combining forms . Donald J. Borror. 2013.
Dictionary of word roots and combining forms . Donald J. Borror. 2013.
κλεψυδρίνη — η ζωολ. γένος τελοσποριδίων που περασιτούν στον εντερικό σωλήνα πολλών εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clepsydrina < clepsydr (πρβλ. κλεψύδρα) + κατάλ. ina] … Dictionary of Greek